- ψηλώνω
- ψηλώνω, ψήλωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ψηλώνω — Ν [ψηλός] 1. (μτβ.) δίνω ύψος σε κάτι, τό καθιστώ ψηλότερο («ψηλώνω τον τοίχο») 2. (αμτβ.) παίρνω ύψος, γίνομαι ψηλότερος («ψήλωσε το παιδί») 3. ναυτ. κερδίζω σε δίαρμα ενάντια στον άνεμο … Dictionary of Greek
ψηλώνω — ψήλωσα 1. κάνω κάτι ψηλότερο από όσο ήταν, το υψώνω: Την ψήλωσα τη μάντρα. 2. παίρνω ύψος, γίνομαι ψηλός ή ψηλότερος από πριν, μεγαλώνω: Πολύ ψήλωσε η κόρη σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδώνω — καταδίδω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τον αόρ. κατ έ δωσα τού καταδίδω, υποχωρητικά κατά το σχήμα ψήλωσα: ψηλώνω] … Dictionary of Greek
κορμιάζω — [κορμί] 1. κάνω κορμί, αυξάνομαι, ψηλώνω, ρίχνω μπόι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κορμιασμένος, η, ο γεροδεμένος, σωματώδης … Dictionary of Greek
μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω … Dictionary of Greek
μακροφυώ — μακροφυῶ, έω (Μ) [μακροφυής] πάπ. γίνομαι μακρός, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι, ψηλώνω … Dictionary of Greek
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
ψήλος — το, Ν 1. ανάστημα, ύψος 2. φρ. «πάω τού ψήλου» i) πετώ προς τα πάνω, ανυψώνομαι ii) ψηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. χοντρός: χόντρος [το])] … Dictionary of Greek
ψήλωμα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασπροκκλησιάς. * * * το, Ν [ψηλώνω] 1. το να ψηλώνει, να παίρνει ύψος κάποιος ή κάτι (α. «το ψήλωμα τού σπιτιού» β. «το ψήλωμα τού… … Dictionary of Greek